- πικρογέλαστος
- -η, -οαυτός που γελά με πίκρα ή με κακία ή με διάθεση πειραχτική: Στου πικρογέλαστου τα χείλη χάραξε το γέλιο γεμάτο κακία (αντίθ. γλυκογέλαστος).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.