πικρογέλαστος

πικρογέλαστος
-η, -ο
αυτός που γελά με πίκρα ή με κακία ή με διάθεση πειραχτική: Στου πικρογέλαστου τα χείλη χάραξε το γέλιο γεμάτο κακία (αντίθ. γλυκογέλαστος).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πικρογέλαστος — η, ο, Ν αυτός που γελάει με κακία ή δηκτικότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πικρ(ο)* + γελώ] …   Dictionary of Greek

  • πικρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λ. τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πικρός ή στο επίρρ. πικρά και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι πικρό στη γεύση (πρβλ. πικραμύγδαλο, πικρόγλυκος, πικρόμηλο), επώδυνο, οδυνηρό, δυσάρεστο (πρβλ. πικραγαπημένος, πικροβάσανα,… …   Dictionary of Greek

  • πικρόγελος — η, ο βλ. πικρογέλαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”